ἀπαθείᾳ — ἀπαθείᾱͅ , ἀπάθεια impassibility fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάθεια — impassibility fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
ἀπαθείας — ἀπαθείᾱς , ἀπάθεια impassibility fem acc pl ἀπαθείᾱς , ἀπάθεια impassibility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαθείαι — ἀπαθείᾱͅ , ἀπάθεια impassibility fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαθειῶν — ἀπάθεια impassibility fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαθείαις — ἀπάθεια impassibility fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάθειαι — ἀπάθεια impassibility fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάθειαν — ἀπάθεια impassibility fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия